- ἄπρακτα
- ἄπρᾱκτα , ἄπρακτοςunavailingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
недѣланьнъ — (1*) пр. Бездеятельный: а идѣ же суть неприлѣжна. и недѣланьна пребывають. тамо всегда супротивье. (ἀπρακτα) ФСт XIV, 107в. Ср. дѣланьныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… … Dictionary of Greek